- ῥήγνυσκε
- ῥήγνυμιbreak asunderimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CORYNETA vel CORINETES — CORYNETA, vel CORINETES latro famosissimus, Vulcani filius, cum iuxta Epidaurum hospites clavâ quâdam, quae Graecis κορύνη dictur, trucidatet (unde et hoc nominis sibi sumpsit, cum prius Periphatus vocaretur) a Theseo fuit interfectus. Suid. Plut … Hofmann J. Lexicon universale
κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek